- επιπεδόγλυφο
- επιπεδόγλυφο, το είδος της πλαστικής τέχνης (βλ. λ. ανάγλυφο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανάγλυφο — το (αρχαιολ.), είδος της πλαστικής τέχνης που ξεχωρίζει σε έκτυπο, πρόστυπο και επιπεδόγλυφο (βλ. λλ.)· γίνεται σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο: Ονομαστά είναι τα ανάγλυφα του Παρθενώνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)